- πετσοκόμματο
- το кусочек, обрезок кожи
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πετσοκόμματο — το, Ν κομμάτι από πετσί, από δέρμα ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετσί + κομμάτι] … Dictionary of Greek